-
1 κνίζω
Aἔκνῐσα Pi.P.8.32
, Herod.4.59, etc.; [dialect] Dor.ἔκνιξα Pi.I.6(5).50
:—[voice] Pass., [tense] aor. , Theoc.4.59: scratch, gash, παῖδα.. γυμνὸν ἢν κνίσω.. οὐχ ἕλκος ἕξει; Herod.l.c.; κνίζων συκάμινα (to make them ripen) LXX Am.7.14, cf. Ath.2.51b.2 usu. metaph., of love, chafe, tease, , cf. E.Med. 568;κἠγὼ μὰν κνίζω τινά Theoc.5.122
; of other feelings, as satiety,κόρος κνίζει Pi.P.
l.c.; anxiety,Ξέρξην ἔκνιζε ἡ γνώμη Hdt.7.12
; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (sc. τὸν θεόν) ib.10.έ; ἔκνιζέ μ' αἰεὶ τοῦθ' S.OT 786; (troch.); provoke, tease, Ar.V. 1286; οὐ κατ' ἔπος κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον will not attack every word, Id.Ra.l.c.; provoke to jealousy, Alciphr.1.32; in good sense,ἁδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Pi.I.6(5).50
:—[voice] Pass., E.Med. 555, Andr.l.c.;ἐρωτίδα τᾶς ποκ' ἐκνίσθη Theoc.4.59
, cf. Luc.DMeretr.10.4;κνιζόμενος ὑπ' ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδί App.Pun.10
; ἐκνίσθης; does that touch you? Men.Per. 16. -
2 κνίζω
1 prick met.a c. inf. πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Ἐὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; ( ἔκνιξεν coni. Schr.: goaded) P. 11.23b irritate οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν.† ( ἔκνιζ v. l.: ἔκνισ' ὀπί Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξ ὄπιν Wil.) I. 5.58c distress τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (sc. Εὐάδνα) O. 6.44 μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ ( κνίξῃ coni. Schr.) P. 8.32 καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνισε Boeckh) P. 10.60τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32
d thrillἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις I. 6.50
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский